σαπώνιον

σαπώνιον
σαπώνιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαπωνίου — σαπώνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπωνίῳ — σαπώνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι …   Dictionary of Greek

  • σαπώνιο — το / σαπώνιον, ΝΑ, και σαφώνιον ΜΑ [σάπων] νεοελλ. μικρό επίμηκες τεμάχιο σαπουνιού που χρησιμοποιούσαν ως υπόθετο αρχ. υποκορ. μικρό σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σαφώνιον — τὸ, ΜΑ βλ. σαπώνιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”